Πριν η Disney δημιουργήσει τα γεμάτα χαρούμενο τέλος - και τσαγιέρες με ταλέντο στο τραγούδι - παραμύθια, οι ιστορίες αυτές ήταν ως επί το πλείστον σκοτεινές και βίαιες για να διδάξουν τα παιδιά σκληρά μαθήματα. Μητριές κυνηγούσαν τις κόρες τους, ετεροθαλείς αδελφές έκοβαν κομματάκια τα πόδια τους και παιδιά φούρνιζαν μάγισσες. Αν και δεν ήταν ακριβώς φιλικές προς την οικογένεια, το ηθικό δίδαγμα υπήρχε εκεί για να δικαιολογήσει τη βία, ακόμη και όταν επισκιαζόταν από την υπερβολή. Υπήρχαν όμως και ιστορίες που ήταν τόσο βίαιες όσο και εντελώς ανήθικες. Μια από αυτές είναι και η ιστορία του Hans Christian Andersen "Ο μικρός Κλάους και ο μεγάλος Κλάους" (Little Claus and Big Claus).
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Andersen θεωρούσε τον εαυτό του μυθιστοριογράφο και θεατρικό συγγραφέα αδιαμφισβήτητα η φήμη του βασίζεται στα παραμύθια του.
Αν και είχε διαβάσει τα παραμύθια των αδερφών Grimm, οι πηγές από τις ιστορίες του ήταν ως επί το πλείστον λαϊκά παραμύθια της Δανίας. Σε αντίθεση με όσους κατέγραφαν τα λαϊκά παραμύθια με στόχο να τα διατηρήσουν και να τα μελετήσουν, ο Andersen ήταν κυρίως συγγραφέας και ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει νέα λογοτεχνικά έργα με βάση τη λαογραφία, αν και ορισμένα από τα παραμύθια του έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ποίηση ("Το άταχτο αγόρι") ή μεσαιωνική Ευρωπαϊκή λογοτεχνία ("Τα Καινούργια Ρούχα του Βασιλιά"). Τα περισσότερα από τα παραμύθια του Andersen διαφέρουν ριζικά από τα παραδοσιακά λαϊκά παραμύθια κυρίως, επειδή δεν έχουν ευτυχισμένο τέλος, το διακριτικό δηλαδή των αληθινών λαϊκών ιστοριών.Το κοριτσάκι με τα σπίρτα παγώνει μέχρι θανάτου, ο μολυβένιος στρατιώτης λιώνει στο τζάκι ενώ το έλατο κόβεται για καυσόξυλα. Στην ιστορία όμως των αντιμαχόμενων αγροτών μικρού και μεγάλου Κλάους o Andersen ξεπέρασε πραγματικά τον εαυτό του. Σε όλο το παραμύθι επικρατεί μακελειό με εκβιασμούς, δολοφονίες και αυτοκτονίες. Κορυφαία στιγμή της ιστορίας είναι όταν ο μεγάλος Κλάους - για λόγους υπερβολικά περίπλοκους - αποφασίζει να δολοφονήσει το μικρό Κλάους. Για το σκοπό αυτό ο πρώτος περιμένει μέχρι τα μεσάνυχτα, ανεβαίνει μέσα από το παράθυρο και χτυπάει στο κεφάλι μ' ένα τσεκούρι την ανθρώπινη μορφή που αναπαύεται στο κρεβάτι. Ο μικρός Κλάους όμως, έχει τοποθετήσει στο κρεβάτι την ήδη νεκρή γιαγιά του! Η ταλαιπωρία της κακομοίρας της γιαγιάς δεν τελειώνει όμως εκεί. Αφού έχει πεθάνει για δεύτερη φορά, ο μικρός Κλάους την ντύνει με τα Κυριακάτικα της και τη βάζει σ' ένα κάρο. Πάει σ' ένα πανδοχείο και αφού τρώει και πίνει, ζητά από τον πανδοχέα να πάει στη γιαγιά του ένα ποτήρι υδρόμελι. Ο πανδοχέας κάνει αυτό που του ζητά, πάει στο κάρο και αρχίζει να μιλάει στη γιαγιά και να της λέει να πάρει το ποτήρι με το υδρόμελι. Σε μια ιστορία με κάποιο νόημα, ο πανδοχέας θα πλησίαζε τη γιαγιά και θα ανακάλυπτε ότι είναι νεκρή. Όχι όμως σ' αυτήν την ιστορία. Εδώ ο πανδοχέας αγανακτισμένος από τη σιωπή της γιαγιάς (!) τι νομίζετε ότι κάνει; Της πετάει το ποτήρι με το υδρόμελι στο κεφάλι και τη σκοτώνει για τρίτη φορά. Βγαίνει και ο μικρός Κλάους και αρχίζει να οδύρεται "την καημένη τη γιαγιά μου, τη σκότωσες, κοίτα την τρύπα στο κεφάλι της κλπ". Ο πανδοχέας μετανιωμένος αποζημιώνει αδρά τον μικρό Κλάους και θάβει -επιτέλους- τη γιαγιά.
Αν και είχε διαβάσει τα παραμύθια των αδερφών Grimm, οι πηγές από τις ιστορίες του ήταν ως επί το πλείστον λαϊκά παραμύθια της Δανίας. Σε αντίθεση με όσους κατέγραφαν τα λαϊκά παραμύθια με στόχο να τα διατηρήσουν και να τα μελετήσουν, ο Andersen ήταν κυρίως συγγραφέας και ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει νέα λογοτεχνικά έργα με βάση τη λαογραφία, αν και ορισμένα από τα παραμύθια του έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ποίηση ("Το άταχτο αγόρι") ή μεσαιωνική Ευρωπαϊκή λογοτεχνία ("Τα Καινούργια Ρούχα του Βασιλιά"). Τα περισσότερα από τα παραμύθια του Andersen διαφέρουν ριζικά από τα παραδοσιακά λαϊκά παραμύθια κυρίως, επειδή δεν έχουν ευτυχισμένο τέλος, το διακριτικό δηλαδή των αληθινών λαϊκών ιστοριών.Το κοριτσάκι με τα σπίρτα παγώνει μέχρι θανάτου, ο μολυβένιος στρατιώτης λιώνει στο τζάκι ενώ το έλατο κόβεται για καυσόξυλα. Στην ιστορία όμως των αντιμαχόμενων αγροτών μικρού και μεγάλου Κλάους o Andersen ξεπέρασε πραγματικά τον εαυτό του. Σε όλο το παραμύθι επικρατεί μακελειό με εκβιασμούς, δολοφονίες και αυτοκτονίες. Κορυφαία στιγμή της ιστορίας είναι όταν ο μεγάλος Κλάους - για λόγους υπερβολικά περίπλοκους - αποφασίζει να δολοφονήσει το μικρό Κλάους. Για το σκοπό αυτό ο πρώτος περιμένει μέχρι τα μεσάνυχτα, ανεβαίνει μέσα από το παράθυρο και χτυπάει στο κεφάλι μ' ένα τσεκούρι την ανθρώπινη μορφή που αναπαύεται στο κρεβάτι. Ο μικρός Κλάους όμως, έχει τοποθετήσει στο κρεβάτι την ήδη νεκρή γιαγιά του! Η ταλαιπωρία της κακομοίρας της γιαγιάς δεν τελειώνει όμως εκεί. Αφού έχει πεθάνει για δεύτερη φορά, ο μικρός Κλάους την ντύνει με τα Κυριακάτικα της και τη βάζει σ' ένα κάρο. Πάει σ' ένα πανδοχείο και αφού τρώει και πίνει, ζητά από τον πανδοχέα να πάει στη γιαγιά του ένα ποτήρι υδρόμελι. Ο πανδοχέας κάνει αυτό που του ζητά, πάει στο κάρο και αρχίζει να μιλάει στη γιαγιά και να της λέει να πάρει το ποτήρι με το υδρόμελι. Σε μια ιστορία με κάποιο νόημα, ο πανδοχέας θα πλησίαζε τη γιαγιά και θα ανακάλυπτε ότι είναι νεκρή. Όχι όμως σ' αυτήν την ιστορία. Εδώ ο πανδοχέας αγανακτισμένος από τη σιωπή της γιαγιάς (!) τι νομίζετε ότι κάνει; Της πετάει το ποτήρι με το υδρόμελι στο κεφάλι και τη σκοτώνει για τρίτη φορά. Βγαίνει και ο μικρός Κλάους και αρχίζει να οδύρεται "την καημένη τη γιαγιά μου, τη σκότωσες, κοίτα την τρύπα στο κεφάλι της κλπ". Ο πανδοχέας μετανιωμένος αποζημιώνει αδρά τον μικρό Κλάους και θάβει -επιτέλους- τη γιαγιά.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Ο μικρός Κλάους και ο μεγάλος Κλάους είναι γείτονες. Ο πρώτος φτωχός και κάτοχος ενός αλόγου ενώ ο δεύτερος πλούσιος και κάτοχος τεσσάρων αλόγων. Για ανεξήγητους λόγους τις έξι ημέρες της εβδομάδας ο μικρός Κλάους έδινε το άλογο του στον μεγάλο με τον τελευταίο να έχει στην κατοχή του 5 άλογα. Την υπολειπόμενη μέρα της εβδομάδας, ο μικρός Κλάους έπαιρνε και τα πέντε άλογα. Επειδή λοιπόν περηφανευόταν στους κατοίκους του χωριού όπως επέστρεφαν από την εκκλησία ότι είχε 5 άλογα, ο μεγάλος Κλάους του σκότωσε το ένα και μοναδικό άλογο του (το είπαμε από την αρχή - η όλη ιστορία "βάζει νερά"). Τι να κάνει ο μικρός Κλάους, έγδαρε το άλογο του και πήρε το τομάρι να το πουλήσει στην αγορά. Τον έπιασε όμως βροχή στο δρόμο και ζήτησε καταφύγιο σε μια αγροικία. Η γυναίκα του αγρότη αρνήθηκε να τον βάλει στο σπίτι επειδή ο άντρας της έλειπε. Κοντά στην αγροικία υπήρχε μια δεσμίδα άχυρα και ανάμεσα σ' αυτήν και το σπίτι ένα μικρό υπόστεγο με αχυρένια σκεπή. Ο μικρός Κλάους αποφασίζει λοιπόν- για καθαρά σουρεαλιστικούς λόγους - να ανέβει να κοιμηθεί στη σκεπή. Από τη σκεπή λοιπόν μπορούσε να δει μέσα στο σπίτι όπου -και εδώ μπαίνουμε εμείς - σ'ενα μεγάλο τραπέζι υπάρχει κρασί, ψητό κρέας, ψάρι και μια υπέροχη πίτα. Για να μην τα πολυλογούμε η αγρότισσα τραπέζωνε εν απουσία του άνδρα της, το διάκονο. Ξαφνικά, ο αγρότης έρχεται στο σπίτι, και έτσι ο διάκονος κρύβεται σε ένα μπαούλο και η σύζυγος βάζει όλο το καλό φαγητό μέσα στο φούρνο σερβίροντας στον άνδρα της χυλό. Ο αγρότης βλέπει το μικρό Κλάους και τον προσκαλεί στο σπίτι του. Εκείνος κάθεται στο τραπέζι μαζί του και αρχίζει να κάνει θόρυβο λέγοντας ότι στο σακί -με το δέρμα αλόγου- έχει ένα μάγο που του λέει πως υπάρχουν τρόφιμα στο φούρνο. Αφού εμφανίζεται το φαγητό, ο αγρότης ρωτάει το μικρό Κλάους εάν ο μάγος του μπορεί να καλέσει το Διάβολο. Ο μικρός Κλάους λέει ότι μπορεί αλλά ο Διάβολος θα έχει τη μορφή διακόνου (τους οποίους για κάποιο πάλι ανεξήγητο λόγο, ο αγρότης μισεί). Φυσικά ο μικρός Κλάους εμφανίζει το διάκονο στο μπαούλο, ο αγρότης πείθεται ότι μέσα στο σακί υπάρχει μάγος, αγοράζει το σακί με το δέρμα αλόγου δίνοντας πάρα πολλά χρήματα και ο μικρός Κλάους φεύγει παίρνοντας μαζί (άγνωστο γιατί) και το μπαούλο με το διάκονο. Γυρίζοντας στο χωριό εξαπατά το μεγάλο Κλάους λέγοντας του ότι τα χρήματα τα πήρε για το δέρμα αλόγου, κάνοντας τον να σκοτώσει και τα τέσσερα άλογα του και να προσπαθήσει να πουλήσει τα δέρματα τους, ανεπιτυχώς, στην αγορά. Όταν ο μεγάλος Κλάους κατάλαβε την απάτη αποφάσισε να σκοτώσει το μικρό Κλάους και εκεί φτάνουμε στη σκηνή με τη γιαγιά - η οποία σημειωτέων ήταν στρίγγλα αλλά ο μικρός Κλάους λυπήθηκε με το θάνατο της και την έβαλε στο κρεβάτι για να την αναστήσει!!! Όταν γυρίζει στο χωριό με τα λεφτά του πανδοχέα (δωροδοκία για τη "δολοφονία" της γιαγιάς) λέει στο μεγάλο Κλάους ότι σκότωσε τη γιαγιά του αντί γι' αυτόν και εκείνος πούλησε τη νεκρή γιαγιά του και έβγαλε ένα σκασμό λεφτά. Αμέσως - γιατί τι πιο φυσιολογικό - ο μεγάλος Κλάους σκοτώνει τη γιαγιά του και την πάει για πούλημα. Εξαπατημένος για δεύτερη φορά γυρίζει πίσω, βάζει το μικρό Κλάους σ' ένα σακί και τον πάει να τον πνίξει. Στο δρόμο για το ποτάμι, ο μεγάλος Κλάους αποφασίζει να σταματήσει για λίγο στην εκκλησία να προσευχηθεί (!!!!!!). Εκεί ο μικρός Κλάους βρίσκει ευκαιρία και αλλάζει θέση μ' ένα βοσκό, πνίγεται ο βοσκός στη θέση του και ο μικρός Κλάους γυρίζει στο χωριό με τις αγελάδες και τα βόδια του βοσκού και μια ιστορία για μια νεράιδα που τον έβγαλε από το νερό και του χάρισε τα ζώα. Έτσι λοιπόν ο μεγάλος Κλάους, εξαπατημένος για τελευταία φορά, μπαίνει σ' ένα σακί και πέφτει στο ποτάμι προς αναζήτηση της νεράιδας, όπου και πνίγεται. Το παραμύθι τελειώνει με το μικρό Κλάους να γίνεται απλά Κλάους αφού έχει εξαφανίσει κάθε ανταγωνισμό. Έχοντας κλέψει, εκβιάσει, σκυλέψει το πτώμα της γιαγιάς του και εξαπατήσει μισή ντουζίνα ανθρώπους, οδηγώντας τους μισούς από αυτούς στο θάνατο τους, ο μικρός Κλάους είναι τελικά ο ήρωας της ιστορίας του Andersen και, κρίνοντας από τις δεξιότητες του, σίγουρα έζησε αυτός καλά.
Ο μικρός Κλάους και ο μεγάλος Κλάους είναι γείτονες. Ο πρώτος φτωχός και κάτοχος ενός αλόγου ενώ ο δεύτερος πλούσιος και κάτοχος τεσσάρων αλόγων. Για ανεξήγητους λόγους τις έξι ημέρες της εβδομάδας ο μικρός Κλάους έδινε το άλογο του στον μεγάλο με τον τελευταίο να έχει στην κατοχή του 5 άλογα. Την υπολειπόμενη μέρα της εβδομάδας, ο μικρός Κλάους έπαιρνε και τα πέντε άλογα. Επειδή λοιπόν περηφανευόταν στους κατοίκους του χωριού όπως επέστρεφαν από την εκκλησία ότι είχε 5 άλογα, ο μεγάλος Κλάους του σκότωσε το ένα και μοναδικό άλογο του (το είπαμε από την αρχή - η όλη ιστορία "βάζει νερά"). Τι να κάνει ο μικρός Κλάους, έγδαρε το άλογο του και πήρε το τομάρι να το πουλήσει στην αγορά. Τον έπιασε όμως βροχή στο δρόμο και ζήτησε καταφύγιο σε μια αγροικία. Η γυναίκα του αγρότη αρνήθηκε να τον βάλει στο σπίτι επειδή ο άντρας της έλειπε. Κοντά στην αγροικία υπήρχε μια δεσμίδα άχυρα και ανάμεσα σ' αυτήν και το σπίτι ένα μικρό υπόστεγο με αχυρένια σκεπή. Ο μικρός Κλάους αποφασίζει λοιπόν- για καθαρά σουρεαλιστικούς λόγους - να ανέβει να κοιμηθεί στη σκεπή. Από τη σκεπή λοιπόν μπορούσε να δει μέσα στο σπίτι όπου -και εδώ μπαίνουμε εμείς - σ'ενα μεγάλο τραπέζι υπάρχει κρασί, ψητό κρέας, ψάρι και μια υπέροχη πίτα. Για να μην τα πολυλογούμε η αγρότισσα τραπέζωνε εν απουσία του άνδρα της, το διάκονο. Ξαφνικά, ο αγρότης έρχεται στο σπίτι, και έτσι ο διάκονος κρύβεται σε ένα μπαούλο και η σύζυγος βάζει όλο το καλό φαγητό μέσα στο φούρνο σερβίροντας στον άνδρα της χυλό. Ο αγρότης βλέπει το μικρό Κλάους και τον προσκαλεί στο σπίτι του. Εκείνος κάθεται στο τραπέζι μαζί του και αρχίζει να κάνει θόρυβο λέγοντας ότι στο σακί -με το δέρμα αλόγου- έχει ένα μάγο που του λέει πως υπάρχουν τρόφιμα στο φούρνο. Αφού εμφανίζεται το φαγητό, ο αγρότης ρωτάει το μικρό Κλάους εάν ο μάγος του μπορεί να καλέσει το Διάβολο. Ο μικρός Κλάους λέει ότι μπορεί αλλά ο Διάβολος θα έχει τη μορφή διακόνου (τους οποίους για κάποιο πάλι ανεξήγητο λόγο, ο αγρότης μισεί). Φυσικά ο μικρός Κλάους εμφανίζει το διάκονο στο μπαούλο, ο αγρότης πείθεται ότι μέσα στο σακί υπάρχει μάγος, αγοράζει το σακί με το δέρμα αλόγου δίνοντας πάρα πολλά χρήματα και ο μικρός Κλάους φεύγει παίρνοντας μαζί (άγνωστο γιατί) και το μπαούλο με το διάκονο. Γυρίζοντας στο χωριό εξαπατά το μεγάλο Κλάους λέγοντας του ότι τα χρήματα τα πήρε για το δέρμα αλόγου, κάνοντας τον να σκοτώσει και τα τέσσερα άλογα του και να προσπαθήσει να πουλήσει τα δέρματα τους, ανεπιτυχώς, στην αγορά. Όταν ο μεγάλος Κλάους κατάλαβε την απάτη αποφάσισε να σκοτώσει το μικρό Κλάους και εκεί φτάνουμε στη σκηνή με τη γιαγιά - η οποία σημειωτέων ήταν στρίγγλα αλλά ο μικρός Κλάους λυπήθηκε με το θάνατο της και την έβαλε στο κρεβάτι για να την αναστήσει!!! Όταν γυρίζει στο χωριό με τα λεφτά του πανδοχέα (δωροδοκία για τη "δολοφονία" της γιαγιάς) λέει στο μεγάλο Κλάους ότι σκότωσε τη γιαγιά του αντί γι' αυτόν και εκείνος πούλησε τη νεκρή γιαγιά του και έβγαλε ένα σκασμό λεφτά. Αμέσως - γιατί τι πιο φυσιολογικό - ο μεγάλος Κλάους σκοτώνει τη γιαγιά του και την πάει για πούλημα. Εξαπατημένος για δεύτερη φορά γυρίζει πίσω, βάζει το μικρό Κλάους σ' ένα σακί και τον πάει να τον πνίξει. Στο δρόμο για το ποτάμι, ο μεγάλος Κλάους αποφασίζει να σταματήσει για λίγο στην εκκλησία να προσευχηθεί (!!!!!!). Εκεί ο μικρός Κλάους βρίσκει ευκαιρία και αλλάζει θέση μ' ένα βοσκό, πνίγεται ο βοσκός στη θέση του και ο μικρός Κλάους γυρίζει στο χωριό με τις αγελάδες και τα βόδια του βοσκού και μια ιστορία για μια νεράιδα που τον έβγαλε από το νερό και του χάρισε τα ζώα. Έτσι λοιπόν ο μεγάλος Κλάους, εξαπατημένος για τελευταία φορά, μπαίνει σ' ένα σακί και πέφτει στο ποτάμι προς αναζήτηση της νεράιδας, όπου και πνίγεται. Το παραμύθι τελειώνει με το μικρό Κλάους να γίνεται απλά Κλάους αφού έχει εξαφανίσει κάθε ανταγωνισμό. Έχοντας κλέψει, εκβιάσει, σκυλέψει το πτώμα της γιαγιάς του και εξαπατήσει μισή ντουζίνα ανθρώπους, οδηγώντας τους μισούς από αυτούς στο θάνατο τους, ο μικρός Κλάους είναι τελικά ο ήρωας της ιστορίας του Andersen και, κρίνοντας από τις δεξιότητες του, σίγουρα έζησε αυτός καλά.
Το γεύμα στο σπίτι του αγρότη.
Και τότε είπε ο μικρός Κλάους: "ο μάγος λέει ότι δεν χρειάζεται να τρώμε χυλό καθώς έχει γεμίσει το φούρνο με ψητό κρέας, ψάρι και πίτα."
Θέλοντας να παραμείνω πιστή στο παραμύθι έκανα εκτενή έρευνα στο διαδίκτυο ώστε να βρω συνταγές από τη Δανία, χώρα καταγωγής του συγγραφέα. Το πρώτο πιάτο - το ψητό κρέας, ήταν εύκολο. Οι Δανοί τρώνε περισσότερο χοιρινό από οποιοδήποτε άλλο λαό οπότε αποφάσισα να φτιάξω ψητό χοιρομέρι (μπούτι) στη γάστρα. Η πίτα επίσης δεν με δυσκόλεψε ιδιαίτερα καθώς η Δανία φημίζεται για τις πίτες με μούρα. Επέλεξα φράουλες (ναι, είναι είδος μούρων!) επειδή είναι το αγαπημένο μου φρούτο, όπως έχω ήδη πει πολλάκις. Η διαφορά με την παραδοσιακή φραουλόπιτα Δανίας είναι η έλλειψη κρέμας την οποία απέφυγα για να κρατήσω όσο το δυνατό λιγότερα και ευκολότερα για την εποχή του συγγραφέα υλικά. Το πιο δύσκολο πιάτο από το μενού ήταν το ψάρι. Πρώτον δεν τρώω κανένα είδος ψαριού και γενικά αποφεύγω να το πολυμαγειρεύω για να μη μυρίζει το σπίτι (δυστυχώς δεν αντέχω ούτε τη μυρωδιά). Δεύτερον, ακόμα και τα ψάρια που φτιάχνω ακολουθούν ως επί το πλείστον παραδοσιακές ελληνικές συνταγές (π.χ. γαύρος πλακί ή μπακαλιάρος στο φούρνο). Η λύση δόθηκε από τον καλό φίλο και επιτυχημένο σεφ Rasmus Wiese ο οποίος μου σύστησε όχι μία αλλά δύο συνταγές για ψάρι από την πατρίδα του. Η πρώτη αφορούσε ρέγγες τουρσί την οποία απέρριψα σχεδόν αμέσως καθώς, αφενός έψαχνα μια συνταγή για μεγάλο ψάρι, αφετέρου δεν είχα καμία όρεξη να κρατήσω ρέγγες σε βάζο στο ψυγείο μου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η δεύτερη συνταγή μου παρουσιάστηκε ως "traditional roasted fish" της Δανίας με το περίτεχνο όνομα Stegt rødspætte και δεν είναι τίποτα άλλο από φιλέτο γλώσσας πανέ. Είναι ιδιαίτερα απλή συνταγή και προς μεγάλη μου έκπληξη το σπίτι δεν μύρισε καθόλου "ψαρίλα". Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Rasmus λοιπόν, τόσο για τη συνταγή όσο και για τα καλά του λόγια ως προς το αποτέλεσμα.
Ψητό χοιρομέρι με σάλτσα μελιού.
Υλικά
Για το χοιρινό
1 χοιρομέρι περίπου 500 γρ.
1 κουταλιά της σούπας ρίγανη
1 κουταλιά της σούπας θυμάρι
1 κουταλιά της σούπας δεντρολίβανο
1 κουταλιά του γλυκού αλάτι
φρεσκοτριμμένο μαύρο πιπέρι.
Για τη σάλτσα
1 σκελίδα σκόρδο ολόκληρη
χυμό από μισό λεμόνι
1 κουταλιά της σούπας μουστάρδα πικάντικη
1 κουταλιά του γλυκού μέλι
2 κουταλιές της σούπας κορν φλάουερ
3 κουταλιές της σούπας ελαιόλαδο
Εκτέλεση
Πλένουμε καλά το κρέας
Αναμειγνύουμε τα μυρωδικά με το αλάτι και το πιπέρι και τα απλώνουμε σε ένα αλουμινόχαρτο.
Περνάμε το χοιρινό από πάνω από τα μυρωδικά.
Φροντίζουμε ώστε να καλυφθεί από όλες τις πλευρές
Σβήνουμε το κρέας με τη σάλτσα.
Σκεπάζουμε τη γάστρα και ψήνουμε για 40 λεπτά. Ανοίγουμε τη γάστρα και ψήνουμε για άλλα 10 λεπτά κάθε πλευρά.
Κόβουμε το χοιρινό φέτες και σερβίρουμε με σάλτσα
Ταιριάζει υπέροχα με πουρέ πατάτας και χωριάτικο ψωμί.
Σε μια σακούλα τύπου polybag βάζουμε το αλεύρι, το αλατοπίπερο και το ψάρι. Ανακινούμε τη σακούλα καλά ώστε να παναριστεί το ψάρι.
Τινάζουμε το ψάρι να φύγει το πολύ αλεύρι και το βάζουμε στο τηγάνι με το λιωμένο βούτυρο.
Ψήνουμε το ψάρι έως ότου πάρει χρυσό χρώμα.
Όπως ήδη αναφέραμε πρόκειται για παραδοσιακή συνταγή της Δανίας. Το ψάρι σερβίρεται με βραστές μικρές πατάτες και σως μπεσαμέλ μαϊντανού. Το ολόκληρο όνομα της συνταγής είναι:Stegt rødspætte med kartofler og persillesovs (Σε απλή μετάφραση: γλώσσα πανέ με πατάτες βραστές και μπεσαμέλ μαϊντανού).
Βάζουμε τη ζάχαρη και το νερό και συνεχίζουμε το ζύμωμα μέχρι να έχουμε μια ελαστική ζύμη.
Σκεπάζουμε τη ζύμη με διαφανή μεμβράνη και τη βάζουμε στο ψυγείο για τουλάχιστον μισή ώρα.
Σε βουτηρωμένη ταρτιέρα στρώνουμε το φύλλο και το αλείφουμε με τον κρόκο αυγού που έχουμε ανακατέψει με μια κουταλιά της σούπας νερό.
Βάζουμε τη γέμιση μέσα στην τάρτα.
Ανοίγουμε και το δεύτερο κομμάτι ζύμης. Μ' ένα κόφτη ή ένα μαχαίρι κόβουμε λωρίδες.
Διακοσμούμε την τάρτα με σχέδιο πλέγμα.
Αλείφουμε τη ζύμη με το ασπράδι αυγού (ελαφρά χτυπημένο) και πασπαλίζουμε με κρυσταλλική ζάχαρη.
Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο αρχικά στους 210οC για 15 λεπτά. Κατεβάζουμε τη θερμοκρασία στους 190οC και ψήνουμε για άλλα 25 λεπτά.
Αφήνουμε να κρυώσει εντελώς. Σερβίρουμε με άχνη ζάχαρη.
Θέλοντας να παραμείνω πιστή στο παραμύθι έκανα εκτενή έρευνα στο διαδίκτυο ώστε να βρω συνταγές από τη Δανία, χώρα καταγωγής του συγγραφέα. Το πρώτο πιάτο - το ψητό κρέας, ήταν εύκολο. Οι Δανοί τρώνε περισσότερο χοιρινό από οποιοδήποτε άλλο λαό οπότε αποφάσισα να φτιάξω ψητό χοιρομέρι (μπούτι) στη γάστρα. Η πίτα επίσης δεν με δυσκόλεψε ιδιαίτερα καθώς η Δανία φημίζεται για τις πίτες με μούρα. Επέλεξα φράουλες (ναι, είναι είδος μούρων!) επειδή είναι το αγαπημένο μου φρούτο, όπως έχω ήδη πει πολλάκις. Η διαφορά με την παραδοσιακή φραουλόπιτα Δανίας είναι η έλλειψη κρέμας την οποία απέφυγα για να κρατήσω όσο το δυνατό λιγότερα και ευκολότερα για την εποχή του συγγραφέα υλικά. Το πιο δύσκολο πιάτο από το μενού ήταν το ψάρι. Πρώτον δεν τρώω κανένα είδος ψαριού και γενικά αποφεύγω να το πολυμαγειρεύω για να μη μυρίζει το σπίτι (δυστυχώς δεν αντέχω ούτε τη μυρωδιά). Δεύτερον, ακόμα και τα ψάρια που φτιάχνω ακολουθούν ως επί το πλείστον παραδοσιακές ελληνικές συνταγές (π.χ. γαύρος πλακί ή μπακαλιάρος στο φούρνο). Η λύση δόθηκε από τον καλό φίλο και επιτυχημένο σεφ Rasmus Wiese ο οποίος μου σύστησε όχι μία αλλά δύο συνταγές για ψάρι από την πατρίδα του. Η πρώτη αφορούσε ρέγγες τουρσί την οποία απέρριψα σχεδόν αμέσως καθώς, αφενός έψαχνα μια συνταγή για μεγάλο ψάρι, αφετέρου δεν είχα καμία όρεξη να κρατήσω ρέγγες σε βάζο στο ψυγείο μου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η δεύτερη συνταγή μου παρουσιάστηκε ως "traditional roasted fish" της Δανίας με το περίτεχνο όνομα Stegt rødspætte και δεν είναι τίποτα άλλο από φιλέτο γλώσσας πανέ. Είναι ιδιαίτερα απλή συνταγή και προς μεγάλη μου έκπληξη το σπίτι δεν μύρισε καθόλου "ψαρίλα". Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Rasmus λοιπόν, τόσο για τη συνταγή όσο και για τα καλά του λόγια ως προς το αποτέλεσμα.
Ψητό χοιρομέρι με σάλτσα μελιού.
Υλικά
Για το χοιρινό
1 κουταλιά της σούπας ρίγανη
1 κουταλιά της σούπας θυμάρι
1 κουταλιά της σούπας δεντρολίβανο
1 κουταλιά του γλυκού αλάτι
φρεσκοτριμμένο μαύρο πιπέρι.
Για τη σάλτσα
1 σκελίδα σκόρδο ολόκληρη
χυμό από μισό λεμόνι
1 κουταλιά της σούπας μουστάρδα πικάντικη
1 κουταλιά του γλυκού μέλι
2 κουταλιές της σούπας κορν φλάουερ
3 κουταλιές της σούπας ελαιόλαδο
Εκτέλεση
Πλένουμε καλά το κρέας
Αναμειγνύουμε τα μυρωδικά με το αλάτι και το πιπέρι και τα απλώνουμε σε ένα αλουμινόχαρτο.
Περνάμε το χοιρινό από πάνω από τα μυρωδικά.
Φροντίζουμε ώστε να καλυφθεί από όλες τις πλευρές
Βάζουμε σε αντικολλητικό τηγάνι το ελαιόλαδο με το σκόρδο ολόκληρο. Στη συγκεκριμένη συνταγή χρησιμοποιήσαμε γάστρα η οποία είναι κατάλληλη για μαγείρεμα και στο μάτι της κουζίνας και στο φούρνο. Σε αντίθετη περίπτωση ξεκινάμε σε αντικολλητικό τηγάνι και μεταφέρουμε στη γάστρα. Ταυτόχρονα προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180οC.
Αφού "κάψει" το λάδι βάζουμε το χοιρινό και το θωρακίζουμε από όλες τις μεριές.
Σ' ένα μπολ ανακατεύουμε όλα τα υλικά για τη σάλτσα εκτός από το κορν φλάουερ.
Σβήνουμε το κρέας με τη σάλτσα.
Σκεπάζουμε τη γάστρα και ψήνουμε για 40 λεπτά. Ανοίγουμε τη γάστρα και ψήνουμε για άλλα 10 λεπτά κάθε πλευρά.
Μόλις το κρέας είναι έτοιμο το αφαιρούμε από τη γάστρα και σουρώνουμε τη σάλτσα σε μια μικρή κατσαρόλα. Αφήνουμε να πάρει μια βράση.
Ανακατεύουμε το κορν φλάουερ με νερό μέχρι να λιώσει. Το προσθέτουμε στη κατσαρόλα και ανακατεύουμε μέχρι η σάλτσα να πήξει.
Κόβουμε το χοιρινό φέτες και σερβίρουμε με σάλτσα
Ταιριάζει υπέροχα με πουρέ πατάτας και χωριάτικο ψωμί.
Stegt rødspætte
Υλικά
'Ενα φιλέτο γλώσσας
4 κουταλιές της σούπας αλεύρι για όλες τις χρήσεις
50 γρ βούτυρο αγελάδας
Αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι
4 κουταλιές της σούπας αλεύρι για όλες τις χρήσεις
50 γρ βούτυρο αγελάδας
Αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι
Εκτέλεση
Σε αντικολλητικό τηγάνι λιώνουμε το βούτυρο
Σε μια σακούλα τύπου polybag βάζουμε το αλεύρι, το αλατοπίπερο και το ψάρι. Ανακινούμε τη σακούλα καλά ώστε να παναριστεί το ψάρι.
Τινάζουμε το ψάρι να φύγει το πολύ αλεύρι και το βάζουμε στο τηγάνι με το λιωμένο βούτυρο.
Ψήνουμε το ψάρι έως ότου πάρει χρυσό χρώμα.
Όπως ήδη αναφέραμε πρόκειται για παραδοσιακή συνταγή της Δανίας. Το ψάρι σερβίρεται με βραστές μικρές πατάτες και σως μπεσαμέλ μαϊντανού. Το ολόκληρο όνομα της συνταγής είναι:Stegt rødspætte med kartofler og persillesovs (Σε απλή μετάφραση: γλώσσα πανέ με πατάτες βραστές και μπεσαμέλ μαϊντανού).
Τάρτα φράουλας
Υλικά για τη γέμιση
250 γρ φρέσκες φράουλες
200 γρ λιωμένες φράουλες
250 γρ. νερό
3 κουταλιές της σούπας κορν φλάουερ
150 γρ ζάχαρη
1 βανιλίνη
2 κουταλιές της σούπας χυμό λεμονιού
Μια πρέζα αλάτι
375 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
275 γρ. βούτυρο παγωμένο και τεμαχισμένο σε μικρά κομμάτια
45 γρ. ζάχαρη λεπτή κρυσταλλική
75 γρ. νερό
1 κρόκος αυγού
1 ασπράδι
Εκτέλεση
Για τη γέμιση
Λιώνουμε το κορν φλάουερ στο νερό. Βάζουμε τα υπόλοιπα υλικά σε μια κατσαρόλα σε σιγανή φωτιά.
Μόλις πάρει βράση ρίχνουμε το κορν φλάουερ. Ανακατεύουμε μέχρι να πήξει η σάλτσα. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και αφήνουμε να κρυώσει εντελώς.
Πλένουμε τις φράουλες, τις καθαρίζουμε και τις κόβουμε στα τέσσερα εάν είναι μεγάλες ή στα δύο εάν είναι μικρές. Ρίχνουμε την κρύα σάλτσα στις φράουλες, σκεπάζουμε με διαφανή μεμβράνη και βάζουμε στο ψυγείο.
Εκτέλεση για τη ζύμη
Βάζουμε στο κάδο του μίξερ το αλεύρι και το βούτυρο. Χρησιμοποιώντας το γάντζο αναμειγνύουμε σιγά σιγά τα δύο υλικά.
Βάζουμε τη ζάχαρη και το νερό και συνεχίζουμε το ζύμωμα μέχρι να έχουμε μια ελαστική ζύμη.
Σκεπάζουμε τη ζύμη με διαφανή μεμβράνη και τη βάζουμε στο ψυγείο για τουλάχιστον μισή ώρα.
Βγάζουμε από το ψυγείο και χωρίζουμε τη ζύμη σε δύο κομμάτια. Ανοίγουμε το ένα κομμάτι σε λεπτό φύλλο πάχους περίπου τριών χιλιοστών.
Ανοίγουμε και το δεύτερο κομμάτι ζύμης. Μ' ένα κόφτη ή ένα μαχαίρι κόβουμε λωρίδες.
Διακοσμούμε την τάρτα με σχέδιο πλέγμα.
Αλείφουμε τη ζύμη με το ασπράδι αυγού (ελαφρά χτυπημένο) και πασπαλίζουμε με κρυσταλλική ζάχαρη.
Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο αρχικά στους 210οC για 15 λεπτά. Κατεβάζουμε τη θερμοκρασία στους 190οC και ψήνουμε για άλλα 25 λεπτά.
Αφήνουμε να κρυώσει εντελώς. Σερβίρουμε με άχνη ζάχαρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου